- διαχρίω
- (ΑΝ)αλείφω σ' όλη την έκταση με αλοιφή, πασσαλείβω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διαχρίω — διά χράω 2 proclaim pres subj act 1st sg (doric ionic) διά χράω 2 proclaim pres ind act 1st sg (doric ionic) διαχρί̱ω , διά χρίω touch the surface of a body slightly pres subj act 1st sg διαχρί̱ω , διά χρίω touch the surface of a body slightly… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προδιαχρίω — Α χρίω, αλείφω κάτι ή κάποιον σε όλη την έκταση προηγουμένως («προδιαχρίω τὰς ῥίνας», Διοσκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + διαχρίω «αλείφω, πασσαλείφω»] … Dictionary of Greek